θεληματάρης

θεληματάρης
-άρα, άρικο (Μ θεληματάρης, -άρα, -άρικο και θεληματάριος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που κάνει θελήματα με αμοιβή ή δωρεάν
μσν.
1. πεισματάρης
2. απειθάρχητος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) (στο Βυζάντιο) οἱ θεληματάριοι
εθελοντές μισθοφόροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέλημα, -τος + -άριος /-άρης, πρβλ. λεγεων-άριος, πρωτο-νοτ-άριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεληματάρης — ο θηλ. α ουδ. ικο 1. αυτός που κάνει θελήματα (μικροπαραγγελίες), ο πρόθυμος και ικανός για μικροθελήματα. 2. που έχει αλύγιστη θέληση, πεισματάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”